ὑποψία — ὑποψίᾱ , ὑποψία suspicion fem nom/voc/acc dual ὑποψίᾱ , ὑποψία suspicion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ὑποψίᾳ — ὑποψίαι , ὑποψία suspicion fem nom/voc pl ὑποψίᾱͅ , ὑποψία suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποψία — η το να υποπτεύεται κανείς κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, αμφιβολία με ανησυχία, υπόνοια: Αυτός συγκεντρώνει τις υποψίες για το έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόψια — ὑπόψιος viewed from beneath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψίας — ὑποψίᾱς , ὑποψία suspicion fem acc pl ὑποψίᾱς , ὑποψία suspicion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψίαι — ὑποψία suspicion fem nom/voc pl ὑποψίᾱͅ , ὑποψία suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψίαν — ὑποψίᾱν , ὑποψία suspicion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψιῶν — ὑποψία suspicion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψίαις — ὑποψία suspicion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποψίην — ὑποψία suspicion fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)